- σκαφοειδές
- σκαφοειδήςlike a bowlmasc/fem voc sgσκαφοειδήςlike a bowlneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαφοειδής — ές, ΝΑ αυτός που είναι όμοιος με σκάφη, που έχει σχήμα σκάφης ή λεκάνης, σκαφιδωτός, κοίλος («τὸν ἥλιον... σκαφοειδῆ, ὑπόκυρτον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «σκαφοειδές οστό» ανατ. i) το μεγαλύτερο και το πιο έξω από τα τέσσερα οστά τού πρώτου… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
λουτήρας — ο (AM λουτήρ, ῆρος) σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῡν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ) νεοελλ. χημ. μία από τις μορφές τού μορίου τών κυκλοεξανίων μσν. το βαπτιστήριο … Dictionary of Greek
σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… … Dictionary of Greek
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek
σφηνοειδή — (Ανατ.). Οστά των κάτω άκρων. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρία οστά του μπροστινού στοίχου του ταρσού του ποδιού, τα οποία συντάσσονται από μπροστά με τα τρία πρώτα μετατάρσια οστά και από πίσω με το σκαφοειδές … Dictionary of Greek